- εύχρηστος
- η , ο [ος , ον ]1) лёгкий в обращении, удобный (для пользования); 2) употребительный, ходовой;
εύχρηστη λέξη — употребительное, ходовое слово
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εύχρηστη λέξη — употребительное, ходовое слово
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὔχρηστος — useful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχρηστος — η, ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και ήστη, ον) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός μσν. 1. ικανός 2. χρήσιμος, ωφέλιμος αρχ. αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που… … Dictionary of Greek
εύχρηστος — η, ο ευκολομεταχείριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐχρηστότερον — εὔχρηστος useful adverbial comp εὔχρηστος useful masc acc comp sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστοτέραις — εὔχρηστος useful fem dat comp pl εὐχρηστοτέρᾱͅς , εὔχρηστος useful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστότατον — εὔχρηστος useful masc acc superl sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρήστως — εὔχρηστος useful adverbial εὔχρηστος useful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχρηστον — εὔχρηστος useful masc/fem acc sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστοτάτην — εὔχρηστος useful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστοτάτους — εὔχρηστος useful masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστοτέρη — εὔχρηστος useful fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)